Σε μια άλλη περίπτωση, με μια ταινία στο διαγωνιστικό πρόγραμμα σαν την «Καταλίν Βάργκα», θα λέγαμε πάλι «κοίτα τι κάνουν οι Ρουμάνοι», «γιατί αυτοί μπορούν κι όχι εμείς».Ομως, μετά την προβολή της ταινίας του Πάνου Κούτρα «Στρέλλα» το βράδυ της Τρίτης στο «Panorama» με την αίθουσα κατάμεστη να σπάει τα χέρια της στο τέλος από τα χειροκροτήματα, ο παραπάνω «έτοιμος» πρόλογος εξαλείφεται, η ρουμάνικη ταινία στην προσωπική μου ελληνική διάθεση επισκιάζεται και θα ασχοληθώ ξανά μαζί της ή στο αυριανό φύλλο ή στο σαββατιάτικο απολογισμό. Οχι επειδή δεν είναι καλή. Είναι και παραείναι και μπορεί να συζητηθεί και στα βραβεία. Εχω όμως δικιά μας ταινία να ασχοληθώ. Και το κάνω με πολύ ενθουσιασμό διότι συμβαίνει σπάνια αλλά και διότι η ταινία του Πάνου Κούτρα σηματοδοτεί νέα εποχή και πρέπει να αλλάξουμε μυαλά.Τολμηρότατη
Η «Στρέλλα» είναι ταινία τολμηρότατη, προκλητικότατη, ανυποχώρητη, μα το κύριο προσόν της είναι πως διαθέτει αποτέλεσμα. Δεν είναι ούτε μια επιπολαιότητα ούτε ένας εγωισμός σαν κι αυτούς των Ελλήνων αυτοδηλούμενων «auteurs» που κάνουν ό,τι τους καπνίσει κι έχουν μετά την απαίτηση να περιφρονούν το σύμπαν και τα κρατικά λεφτά να κατατίθενται στα πόδια τους.
Στου Κούτρα δεν κατατέθηκε ούτε ένα euro διότι είμαι σίγουρος πως τη φοβήθηκαν μην εκτεθούν. Η μικροαστική αντίληψη σε όλο της το μεγαλείο κι η χρηματοδότηση της σιγουριάς όχι επειδή είχαν καλά φιλμ αλλά επειδή δεν θα τους έβριζαν.
Η ταινία ενθουσίασε! Λέει την ιστορία μιας 25χρονης τραβεστί κι ενός αποφυλακισμένου 48χρονου που οι δρόμοι τους ενώνονται τη μέρα της αποφυλάκισης του τελευταίου. Εκείνος αναζητεί το παρελθόν του και τη διαλυμένη του ζωή, εκείνη ζει τον κυνισμό και την ανεμελιά της επιλογής της και των ανθρώπων που την περιβάλλουν ενώ γύρω από αυτήν αλλά κι από τον αποφυλακισμένο ζωντανεύει ένα ολόκληρος κόσμος. Μέχρι που όλα αυτά καταλήγουν σε μια ενιαία «συμφωνία» κι οι ανατροπές σπάνε κόκαλα.
Ο,τι και να πω για την ταινία είναι λίγο κι επιπλέον δεν μπορώ να πω και πολλά διότι το σασπένς κι η εξέλιξη της ιστορίας οδηγούν σε ένα αποτέλεσμα από εκείνα που συναντάμε στα δυνατά αστυνομικά έργα που ζητούν στην είσοδο του κινηματογράφου από τους θεατές να μην αποκαλύψουν το τέλος!
Πιραντέλο, Αλμοδόβαρ, αρχαία τραγωδία, μελό του Στράντζαλη αλλά και του Ντάγκλας Σερκ, ιταλικό γκροτέσκο, απίθανος ερωτισμός, κάθαρση και πρόταση για νέο οικογενειακό μοντέλο -της τρελής με άλλα λόγια!- συνυπάρχουν σε ένα όλον κι ο θεατής το ρουφάει.
Από φωτογραφία; Από σκηνογραφική επιλογή; Να κάνουν τη φτηνή παραγωγή να μη μοιάζει με ταινία φτηνιάρα;
Και να πάμε στους ηθοποιούς; Τι ηθοποιία ήταν αυτή; Και μάλιστα από μη επαγγελματίες που δεν συγκρίνονται με δόκιμους που παίζουν στα άλλα ελληνικά απαγγέλλοντας; Τι να πω για την τραβεστί της Μίνας Ορφανού και για τον Γιάννη Κοκιασμένο που παίζει τον 48χρονο; Τι να πω για τη σκηνή του θανάτου της Μπέττυ, της γνωστής Μπέττυ;
Στην έξοδο συνάντησα τον Γιώργο Παπαλιό, πρόεδρο του Κέντρου Κινηματογράφου και τη γυναίκα του, τη Μαίρη. Ηταν ενθουσιασμένοι. Από το νεύμα του προέδρου κατάλαβα ότι οδεύει προς λύση το θέμα της επιχορήγησης.
Ακολούθησε μεταμεσονύκτιο πάρτι σε υπόγειο κλαμπ στο Κρόιτσμπεργκ. Μέχρι τα ξημερώματα. Από τραβεστί μέχρι ανθρώπους της Miramax, από Ελληνες ηθοποιούς (ο Γιώργος Καραμίχος ήρθε από τη Δρέσδη όπου είχε πάει να δει κάποιες παραστάσεις) και δημοσιογράφους μέχρι ισπανική αντιπροσωπία διανομέων που μυρίστηκαν ψητό και ίσως έναν Ελληνα Αλμοδόβαρ, μόνο που δεν είναι Αλμοδόβαρ αλλά Κούτρας.